- μοιριγγία
- και μεριγγία, ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας καρυοφυλλίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. moehringia από το επώνυμο τού Γερμανού βοτανολόγου P. H. G. Μoehring].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.